Εκκλησιαστικά Κείμενα / Μεσαιωνικά κείμενα / Κόλαση
Ἀπὸ τὴν “Κόλαση”
Συγγραφέας: Δάντης
Άσμα πρώτο (1-7)
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922)
’Σ τῆς ζωῆς μας ἐγὼ τὸ μισοστράτι
Βρέθηκα σ’ ἕνα σκοτεινὸ ρουμάνι
Γιατί εἶχα τὸ ἴσιο χάσῃ μονοπάτι.
Τί δύσκολα, ἄχ! κανεὶς ἀναθηβάνει
Πὼς τ’ ἄγριου λόγγου ἦταν τραχειὰ ἡ σκληράδα,
Ποὺ νέα ’ς τὸ λογισμὸ τρομάρα βάνει.
Μόν’ τοῦ θανάτου εἶν’ πιὸ πολλὴ ἡ πικράδα.
Κόλαση, Άσμα τρίτο
Μεταφραστής: Γεώργιος Καλοσγούρος
«Από εμένα περνούν στην πονεμένη χώρα,
από εμένα περνούν στη θλίψη την αιώνια,
από εμένα περνούν μέσ' στον χαμένον κόσμο.
Δικαιοσύνη έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ' εποίησε· η Δύναμη έστησέ με η θεία, 5
η ασύγκριτη Σοφία και η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν απ' εμέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ' ελπίδα σεις που μέσα πάτε!»
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα 10
είδα εγώ χαραγμένα στην κορφή μιας πύλης,
και «Δάσκαλ'», είπα ευθύς, «το νόημα με βαραίνει».
Κι αυτός με λογισμούς ανθρώπου βαθυγνώμου·
«Να παραιτήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε δείλιασμα πρέπει εδώ να 'ναι σβησμένο. 15
Στον τόπο εφθάσαμε που εγώ σου 'χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο».
Κι ως έβαλε το χέρι στο δικό μου χέρι,
μ' όψη χαροποιά που εχάρισέ μου θάρρος 20
μ' έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στεναγμοί μέσα εκεί και κλάματα και θρήνοι
ηχολογούσαν στον αέρα δίχως άστρα,
ώστ' ευθύς στην αρχή μ' εκάμαν να δακρύσω.
Πολυδιάφορες γλώσσες, φοβερές βλαστήμιες, 25
λόγια του πόνου, οργής κραυγές, αποσβησμένες
και μεγάλες φωνές, και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώναν π' άκοπα γυρίζει
σ' εκείνον τον αιώνια σκοτεινόν αέρα,
ωσάν τον άμμο ανεμοστρόφιλο αν φυσάει. 30
Κι εγώ που το κεφάλι μού 'ζωνεν η φρίκη,
έκραξα˙ «Δάσκαλέ μου, τι 'ναι αυτό που ακούω;
και τι κόσμος, που λες τον έσβησεν ο πόνος;»
Κι αυτός· «Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
των αχρείων εκείνων οι ψυχές, που δίχως 35
ατιμία και δίχως έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν μ' εκείνη την κακή χορεία
των αγγέλων που μήτε εχθροί του Υψίστου εβγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν οι Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν, 40
ουδ' ο τρίσβαθος Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ' αυτούς οι ένοχοι δε θα 'χαν».
Κι εγώ˙ «Ω Δάσκαλε, τι τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν;»
«Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα», αποκρίθη. 45
Ελπίδα μέσα τους δεν σώζεται θανάτου,
και τόσο ποταπή είναι η σκοτεινή ζωή τους,
που κάθε άλλη τύχη όποια κι αν είν' ζηλεύουν.
Φήμη ο κόσμος γι' αυτούς δεν στέργει ν' απομένει·
Έλεος, Δικαιοσύνη μ' όμοια οργή τους διώχνουν. 50
Μη μιλούμε γι' αυτούς, μόν' κοίταξε και πέρνα».
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που 'λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος 55
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να 'χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ' αξίωμα το μέγα επαραιτήθη. 60
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που 'ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι 65
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ' αίμα
που μέσ' στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα, 70
είδα σ' ενός μεγάλου ποταμιού την άκρη
πλήθος πολύ και είπα˙ «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν' αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ' αδύνατο ξανοίγω». 75
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ' αποκρίθη,
«θα 'χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ' εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος, 80
έμεινα σιωπηλός ώσπου 'ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ' εμάς να 'ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ' άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ' εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε. 85
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που 'ναι πεθαμένοι».
Αλλ' ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε, 90
είπεν «Απ' άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θα 'ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ' αυτόν˙ «Μην αγριεύεις, Χάρε˙
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν 95
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που 'χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες 100
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο. 105
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει, 110
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ' άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ' αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος 115
ρίχνονταν απ' τ' ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι. 120
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει 125
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα 130
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ' ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη, 135
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
Κόλαση, Άσμα τέταρτο
Μεταφραστής: Γεώργιος Καλοσγούρος
Μούκοψε τὸ βαθὺ τὸν ὕπνο στὸ κεφάλι
ἕνας βαρὺς ἀχός, ὥστ’ ἐτινάχτηκ’ ὅλος
σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ξάφνου ἀθέλητα ξυπνάει.
Ἐσηκώθηκα ὁλόρθος κι ἔστρεψα τριγύρω
τ’ ἀναπαυμένο μάτι καὶ γοργὰ κοιτοῦσα,
γιὰ νὰ γνωρίσω σὲ ποιόν τόπον εὑρισκόμουν.
Ἀλήθεια εἶναι, πὼς εὑρέθηκα στὸν ὄχτο
τῆς πολυστέναχτης κοιλάδας τῆς ἀβύσσου,
ποὺ μέσα της ἀχὸ δέχετ’ ἀπείρων θρήνων.
Τρίσβαθη, σκοτεινή, καταχνιαστή ’ταν τόσο,
π’ ὅσο κι ἂν ἔχωνα τὰ μάτια μου στὸ βάθος,
δὲν ξεχώριζ’ ἀντικείμενο κανένα.
« Ἂς κατεβοῦμ’ ἐδῶ στὸν ἄφεγγο αὐτὸν κόσμο »
ἄρχισ’ ὁ ποιητὴς μ’ ἀποσβησμένην ὄψη
« θά ’μαι πρῶτος ἐγώ, σὺ δεύτερος θὲ νάσαι. »
Κι ἐγώ, ποὺ τῆς θωριᾶς δοκήθηκα τὸ χρῶμα,
εἶπα. « Πῶς θὰ ἠμπορέσω νάρθω, ἂν σὺ φοβᾶσαι,
»πούσαι στοὺς δισταγμούς μου ὁ θαρρευτής μου πάντα; »
Κι αὐτὸς εἶπε σ’ ἐμένα· « Ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων,
»πούναι δῶ κάτω, στὴ θωριά μου ζωγραφίζει
»τὴ σπλαχνοσύνη αὐτή, ποὺ σὺ λογιάζεις φόβο.
» Ἂς κινήσωμε· ὁ δρόμος ὁ μακρὺς μᾶς βιάζει. »
Εἶπε καὶ κίνησε κι ἐμένα ἔκαμε νάμπω
στὸν πρῶτο γύρο, ποὺ τὴν ἄβυσσο κυκλώνει.
᾽Εκεῖ, σ’ ὅσο μποροῦσ’ ἀπ’ ἀκοὴ νὰ κρίνω,
ὄχι κλάμ’, ἀλλὰ μόνο στεναγμοί ’ταν π’ ὅλον
τὸν αἰώνιο ἀέρα ἔκαναν νὰ τρέμη.
Κι ἦταν αὐτὸ ἀπὸ πόνο, ἀλλὰ χωρὶς μαρτύρια,
πού ’χαν τὰ πλήθη τὰ περίσσια καὶ μεγάλα
ἀπὸ μωρὰ παιδιὰ κι ἀπὸ γυναῖκες κι ἄντρες.
Κι ὁ καλός μου ὁδηγός· « Δὲ μὲ ρωτᾶς, μοῦ λέει,
»τί ψυχὲς εἶναι τοῦτες, ποὺ μπροστά σου βλέπεις;
»θέλω τώρα νὰ ξέρης, πρὶν ἐμπρὸς κινήσης,
»πὼς δὲν ἁμάρτησαν κι ἂν ἔχουν καλὰ ἔργα,
»δὲ φτάνει αὐτό, γιατὶ καὶ βάφτισμα δὲν εἶχαν,
»ποὺ τῆς θρησκείας εἶναι, ποὺ πιστεύεις, μέρος·
»κι ἂν ἔζησαν καὶ πρὶν ἀπ’ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.
»δὲν προσφέραν τιμὴ στὸν ῞Υψιστο, ὅπως πρέπει
»κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἕνας ἀπὸ τούτους εἶμαι.
»Γιὰ ἐλαττώματα τέτοια, ὄχι χειρότερ’ ἄλλα,
»εἴμαστ’ ἐμεῖς χαμένοι καὶ μᾶς βλάπτει μόνο,
»ποὺ στὴν ἐπιθυμία δίχως ἐλπίδα ζοῦμε. »
Πόνος πολὺς γρικώντας τὴν καρδιά μου ἐπῆρε,
ὅτι ἀνθρώπους πολλοὺς καὶ περισσῆς ἀξίας
ἐγνώρισα σ’ αὐτὸν τὸν ἅδη μετεώρους.
« Λέγε μου, δάσκαλέ μου, λέγε, κύριέ μου »
ἄρχισα ἐγώ, γιὰ νὰ στηρίξω στὴν ψυχή μου
τὴν πίστη ἐκείνη, ποὺ νικᾶ κάθε μας πλάνη
« βγῆκε ποτὲ κανείς, ἢ γιὰ δική του ἀξία
»ἢ ἄλλου, ποὺ μακάριος ἔπειτα νὰ γίνη; »
Κι ἐννοώντας αὐτὸς τὸ σκεπαστό μου λόγο,
ἄρχισε· « Νέος στὴν κατάσταση αὐτὴ ἤμουν,
»σὰν εἶδα κάποιον πολυδύναμο ἐδῶ μέσα
»νάρθη στεφανωμένος μὲ σημεῖο νίκης.
»Τὸν ἴσκιο ἔβγαλε τοῦ πρώτου μας πατέρα,
»τοῦ υἱοῦ του Ἄβελ τὴν ψυχὴν κι αὐτὴν τοῦ Νῶε,
»τοῦ θεοφοβούμενου Μωυσῆ, τοῦ νομοθέτη,
»καὶ τοῦ Δαβίδ· τὸν Ἀβραὰμ τὸν πατριάρχη,
»τὸν ᾽Ισαάκ, τὸν ᾽Ισραὴλ μὲ τὰ παιδιά του
»καὶ τὴν Ραχήλ του, ποὺ γι’ αὐτὴν ἔκαμε τόσα
»καὶ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ μακάριους ἔχει κάμει.
»Καὶ πρὶν αὐτοι σωθοῦν, θέλω νὰ ξέρης, ὅτι
»ψυχές ἀνθρώπινες δὲν ἦταν λυτρωμένες. »
Νὰ περπατοῦμε δὲν ἐπαύαμε ὡς λαλοῦσε,
ἀλλὰ διαβαίναμε τὸ δάσος ὁλοένα,
τὸ πυκνὸ δάσος λέγω ἀπὸ ψυχὲς περίσσιες.
Ὁ δρόμος μας ἀκόμα μακριὰ δὲν ἦταν
ἀπ’ τὸν τόπο τοῦ ὕπνου μιὰ φωτιὰ σὰν εἶδα,
ποὺ τὰ σκοτάδια πούταν γύρω της, νικοῦσε.
Ἤμαστε ἀκόμη λίγο μακριὰ ποκεῖθε,
ὅμως ὄχι καὶ ὥστε νὰ μὴ βλέπω κάπως,
πὼς ἄνδρες σεβαστοὶ τὸν τόπο αὐτὸν κρατοῦσαν.
« Ὦ, σὺ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τέχνης δόξα,
»ποιοί εἶναι, πές μου, αὐτοί, ποὺ τόσο σέβας ἔχουν,
»ποὺ ἀπ’ τὴν κατάσταση τῶν ἄλλων τοὺς χωρίζει; »
Κι αὐτός « Ἡ τιμημένη φήμη » μ’ ἀποκρίθη,
« ποὺ γι’ αὐτοὺς ἀντηχᾶ στὸν κόσμο τῆς ζωῆς σου,
»βρίσκει χάρη ψηλά, ποὺ τόσο τοὺς λαμπρίζει. »
Στὸ μεταξὺ τοῦτο φωνὴ νὰ λέγη ἀκούσθη·
« Τὸν ποιητὴ τὸν ὑψηλότατο τιμῆστε·
»ξανάρχεται ἡ σκιά του, ποὺ μᾶς εἶχε ἀφήσει. »
Ἅμα ἐστάθη ἡ φωνὴ κι ἐσίγησεν ὁ ἦχος,
τέσσερες σκιὲς εἶδα ἐμπρός μας νὰ προβαίνουν,
ποὺ μήτ’ ὄψη φαιδρὴ μήτε θλιμμένην εἶχαν.
Ὁ ἀγαθὸς δάσκαλός μου ἄρχισε τότε κι εἶπε.
« Ἰδὲς αὐτὸν μ’ ἐκεῖνο τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
»ποὺ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐμπρὸς σὰ βασιλιὰς προβαίνει.
»Ὁ Ὅμηρος εἶν’ ἐκεῖνος, ποιητὴς μεγάλος,
»ὁ ἄλλος Ὁράτιος εἶναι ὁ σάτυρος κατόπι,
»᾽Οβίδιος εἶν’ ὁ τρίτος κι ὁ στερνὸς Λουκάνος.
»Καθὼς εἶν’ ὅμοιος ὁ καθένας τους μ’ ἐμένα
»στ’ ὄνομα, ποὺ ἡ φωνὴ μελέτησεν ἡ μία,
»μὲ τιμοῦν καὶ σὲ τοῦτο αὐτὸ ποὺ πρέπει, κάνουν ».
Ἔτσ’ εἶδα τὴ σχολὴ ν’ ἀρμόζουν τὴν ὡραία
οἱ δοξαστοί, ποὺ τ’ ἆσμα τ’ ἄφθαστον ἐψάλαν,
ποὺ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα σὰν ἀετὸς πετάει
Ἀφοῦ συντύχαν μεταξύ τους λίγην ὥρα,
σ’ ἐμένα ἐστρέψαν χαιρετώντας μὲ σημεῖο
κι ὁ δάσκαλός μου ἀπὸ χαρὰ χαμογελοῦσε.
Ἀλλὰ κι ἄλλη τιμὴ τρανότερη μοῦ κάμαν,
ποὺ μὲ κάμαν κι ἐμὲ τῆς συντροφιᾶς τους ἕναν
κι ἔγινα μεταξὺ τόσης σοφίας ἕκτος.
᾽Επερπατήσαμ’ ἔτσι ὡς ὅπου ἦταν ἡ λάμψη,
λέγοντας πράγματα πούν’ ὄμορφο νὰ κρύψω,
ὅσο τὸ νὰ εἰπωθοῦν ἦταν στὸν τόπο πούμουν.
Ἐφτάσαμε σιμὰ σ’ ἕνα λαμπρὸ καστέλι,
ποὺ ἑφτὰ φορὲς τειχιὰ ψηλὰ τὸ περιζῶναν
καὶ τὸ φύλαγε γύρω ποταμάκι ὡραῖο.
Τὸ περάσαμε αὐτό, σὰ νάταν στεγνὸ χῶμα,
ἑφτὰ θύρες μὲ τούτους τοὺς σοφοὺς ἐδιάβην
κι ἤρθαμε σὲ λιβάδι ἀπὸ δροσάτη χλόη.
Πολλοί ’ταν κεῖ μ’ ἀργὰ καὶ σοβαρὰ τὰ μάτια
κι εἶχαν ὅλοι πολὺ τὰ πρόσωπα σεβάσμια
καὶ μὲ λόγια γλυκὰ καὶ λίγα συντυχαῖναν.
Ἐτραβήξαμε ἀπ’ ἕνα ἀπ’ τὰ πλάγια ἐκεῖθε
σὲ μέρος ἀνοιχτὸ ψηλὸ καὶ φωτισμένο,
ἀπ’ ὅπου ὅλους κανεὶς μποροῦσε νὰ τοὺς βλέπη.
᾽Εκεῖ καταντικρὺ στὴν πράσινη πεδιάδα
τὰ μεγαλόψυχα τὰ πνεύματα μοῦ δεῖξαν,
ποὺ ὁ λογισμός μου ἀνιστορώντας μεγαλώνει.
Εἶδα μὲ περισσοὺς συντρόφους τὴν ᾽Ηλέκτρα
κι ἦταν κι ὁ Ἔκτορας ἀνάμεσα κι ὁ Αἰνείας
καὶ μὲ πύρινα μάτια ὁ Καῖσαρ ὁπλισμένος.
Κόλαση, Άσμα τριακοστό τρίτο
Μεταφραστής: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
La bocca solevo dal fiero pasto...
Τὰ δόντια του ἐξεκάρφωσεν αὐτὸς ὁ κολασμένος
ἀπὸ τὴν κάρα τὴ φριχτή, πὤτρωγε λιμασμένος.
Τὰ λερωμένα χείλη του σφιγγίζει στὰ μαλλιά
κι' ἀρχίζει ν' ἀποκρένεται μὲ φοβερὴ μιλιά:
«Θέλεις ν' ἀνοίξω μιὰ πληγή, ὁποῦ ἀπὸ τόσους χρόνους
κρατῶ κλεισμένη στὴν ψυχή, καὶ νὰ ξυπνήσω πόνους,
ποὺ μοῦ δαγκοῦν τὰ σωθικὰ καὶ πρὶν τοὺς ξεφωνήσω;
Τέτοιο φαρμάκι ἀγνώριστο γιατὶ θέλεις νὰ χύσω;
Ἀλλ' ἂν θὰ γίνῃ ἡ ἀνήκουστη, ἡ μαύρη μουἱστορία
σπόρος νὰ δώσῃ γιὰ καρποὺς κατάραις κι' ἀτιμία
εὶς τὸν προδότη, π' ἄκοπα τρώγω σ' αὐτὴν τὴν ἄκρη,
θὰ τὴν ξεθάψω ἀπ' τὴν καρδιὰ κι' ἂς τὴν ποτίσω δάκρυ.
Ποιὸς εἶσαι σὺ δὲν τὸ ρωτώ, οὔτε ζητῶ νὰ μάθω
ποιὸς τάχα νὰ σ' ὡδήγησε κάτου σ' αὐτὸν τὸν βάθο.
Ἀλλὰ σ' ἀκούω καὶ φαίνεσαι ὅτ' εἶσαι Φλωρεντῖνος.
Ὡς τόσο μάθε ὅτ' εἶμ' ἐγὼ ὁ κόμης Οὐγκολῖνος,
κι' αὐτὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ρουγέρης ὁ Πιζᾶνος·
τὼρα θ' ἀκούσῃς τὶ χρωστᾷ σ' ἐμένα αὐτὸς ὁ πλάνος.
Τὸ πῶς ἐγὼ ἐμπιστεύθηκα στὴν ἄτιμη ψυχή του
καὶ πῶς ἐξεγελάστηκα μὲ τὴν πλαστὴ ἀρετή του,
πῶς προδομένος ἔπεσα στ' ἀνίερό του χέρι
καὶ πῶς ἐθανατώθηκα, ὅλος ὁ κόσμος ξέρει.
Ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ἄκουσε, κρύβει βαθὺ σκοτάδι
τὸ φόνο, πωὕρηκα γιὰ μέ, πῶς μ' ἔστειλε στὸν Ἅδη.
Αὐτὸ θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τ' εἶν' τὸ παράπονό μου.
Μέσα στὴ μαύρη φυλακή, π' ἀπὸ τὸ θάνατό μου
τῆς πείνας πῆρε τ' ὄνομα, στενόχωρη θυρίδα
ἄφινε κ' ἔφθαν' ἕως ἐμὲ φωτὸς καμμιὰν ἀχτίδα.
Ἐκεῖθεν εἶχα ὁ δύστυχος πολλαῖς φοραῖς μετρήσει
τὴν ἀλλαγή τοῦ φεγγαριοῦ, προτοῦ νὰ μὲ ξαφνίσῃ
ἕν' ὄνειρο παράδοξο ποὺ φώτισε τὸ νοῦ μου
καὶ μὤδειξε τὴ μοῖρά μου καὶ τὴ βουλὴ τοῦ ἐχθροῦ μου.
Μοῦ φάνηκε στὸν ὕπνο μου αὐτὸς ἐδ' ὁ προδότης
σἄν ἀρχηγὸς πολεμιστής, ὄχι ποτὲ δεσπότης,
ποὺ κυνηγοῦσε κ' ἔσπρωχνε τυφλὰ τὴ συντροφιά του
ἕνανε λύκο πὤφευγε μὲ τὰ λυκόπουλά του
νὰ πιάσῃ ἐπάνω στὸ βουνὸ πὦλόρθο δὲν ἀφίνει
στὴ Λούκκα ἡ Πίζα ἐλεύθερη ματιὰ ποτὲ νὰ δίνῃ.
Ἔτρεχ' αὐτὸς μὲ φλογεροὺς ξεχαμνισμένους σκύλους
πάντοτ' ἐμπρός, πάντοτ' ἐμπρὸς καὶ τοὺς πιστούς του φίλους
Γουαλάνδους εἶχε στὸ πλευρό, Λανφράγκους καὶ Σισμόντας.
Σὲ λίγο οἱ λύκοι ἐδείλιασαν κ' οἱ σκύλοι τότε ὁρμῶντας
σχίζουν πατέρα καὶ μικρὰ μὲ δόντια λυσσασμένα.
Πρὶν φέξῃ φεύγει τ' ὄνειρο. Ξυπνῶ κι' ἀκούω σκιασμένα
ἀπὸ παρόνοιο φάντασμα νὰ κλαῖν ἐκεῖ σιμὰ μου
καὶ νὰ ζητοῦν λίγο ψωμὶ τ' ἄχαρα τὰ παιδιά μου.
Θἆσαι σκληρὸς πάραπολυ, ἄν δὲν πονῇς ἀκόμη
προβλέποντας τὶ χαλασμοὶ μ' ἐπρόσμεναν, τὶ τρόμοι!
Καὶ πότε, πότε κλαῖς ἐσύ, ἄν δὲ θὰ κλάψῃς τώρα;...
Σηκώθηκαν τὰ δύστυχα. Εἶχε περάσει ἡ ὥρα,
ποὺ τὴν τροφὴ μᾶς ἔρριχναν. Προσμένουν μὲ λαχτάρα,
γιατὶ θυμοῦνται τ' ὄνειρο κ' ἔχουν κρυφὴ τρομάρα.
Ἄκουσα τότε πὤκλεισαν τοῦ πύργου μας τὴ θύρα
κ' ἐστήλωσα τὰ μάτια μου πάνω σὲ κάθε κλῆρα.
Ἔκλαιγαν ὅλα τὰ φτωχά. Μόνος ἐγὼ δὲν κλαίγω,
ἐπέτρωσαν τὰ σπλάχνα μου κι' οὔτε μιὰ λέξη λέγω.
Τόσο π' ὁ Ἄνσελμός μου ὁ μικρς μ' ἐρώτησε: «Πατέρα!
Γιατί, γιατὶ τέτοια ματιά; Τ' ἔχεις, καλὲ πατέρα;»
Ἀλλ' οὔτε τότ' ἐδάκρυσα, οὔτ' ἔδωκα καμμία
εἰς τὸ παιδί μου ἀπάντηση. Βουβὴ ἀπελπισία
ἐσφράγισε τὸ στόμα μου ἐκείνην τὴν ἡμέρα
καὶ τὴν ἀκόλουθη νυχτιά ὡς ὅτου στὸν αἰθέρα
ὁ νέος ἥλιος ἔλαμψε κ' ἔστειλε μιὰν ἀχτίδα
στὴν ἄσπλαχνή μου φυλακή, ἀπ' τὴ στενὴ θυρίδα.
Τότε στὴν ὄψι ἐκύτταξα τὰ τέσσερα παιδιά μου·
εἶδα γραμμένα ἐπάνω ἐκεῖ τ' ἄγρια βάσανά μου,
κ' ἐδάγκασα τὰ χέρια μου μὲ λύσσα, μὲ μανία·
κ' ἐκεῖνα ποὺ θὰ πίστεψαν ὅτ' ἡ πολλὴ νηστεία
μ' εἶχ' ἀγριέψει κ' ἤθελα νὰ φάω τὰ κρέατά μου,
σκιασμένα ἐλάχτησαν μὲ μιᾶς κι' ἔρχοντ' ἐκεῖ σιμά μου.
«Πατέρα, λὲν τὰ δύστυχα, φάγ' ἀπὸ μᾶς, πατέρα,
θἆναι λιγώτερο σκληρὸς ὁ πόνος μας, πατέρα,
τὴ σάρκα, ποὺ μᾶς ἔδωκες, ἄν τήνε πάρῃς πίσω.»
Ἐφάνηκα ὅτι ἡσύχασα γιὰ νὰ μὴ τ' ἀπελπίσω.
Ἐμείναμεν ὅλοι βουβοὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα,
βουβοὶ καὶ τὴν ἀκόλουθη... Πῶς τότε, σκληρὴ σφαῖρα,
ἄσπλαχνη γῆ, δὲν ἄνοιξες;... Τὴν τέταρτη ἐμπροστά μου
ὁ Γάδος μου σωριάζεται, κρατεῖ τὰ γόνατά μου
καὶ ξεψυχᾷ φωνάζοντας: «Πατέρα μου, ἐσπλαχνία!»
Καὶ καθὼς βλέπεις τώρα ἐμέ εἶδα καὶ τ' ἄλλα τρία
ἕνα πρὸς ἕνα νὰ σβυσθοῦν τὴν πέμπτη καὶ τὴν ἕχτη.
Ὅλα μοῦ τἄφαγε ὁ θυμὸς αὐτοῦ τοῦ θεομπαίχτη.
Τυφλὸς τρεῖς μέραις τἄκραζα. Ἦτο τ' ἀγέρι μαῦρο
κ' ἐγύριζα ψηλαφητὰ τὰ λείψανά τους ναὕρω...
ἔπειτα ἡ πεῖνα ἐνίκησε τὴν πατρικὴ λαχτάρα....»
Εἶπε· τὰ μάτια του ἔστρηψε· τὴ φοβερὴ τὴν κάρα
ἅρπαξε πάλε λαίμαργα, πλατὺ τὸ στόμα ἀνοίγει
κι' ἐπάνω της σἄν τὸ σκυλὶ βαθειὰ τὰ δόντια ἐμπήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου